αναρρωτικός

αναρρωτικός
η , ό[ν] оздоровительный;

αναρρωτικόςή άδεια — отпуск после болезни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναρρωτικός" в других словарях:

  • αναρρωτικός — ή, ό ο σχετικός με την ανάρρωση, αυτός που βοηθά στην ανάρρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναρρωτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ανάρρωση: Ύστερα από την εγχείρηση πήρε και δυο μήνες αναρρωτική άδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναρρώνω — (Α ἀναρρώννυμι) γιατρεύομαι, ανακτώ την υγεία, τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι αρχ. (μτβ.) γιατρεύω, ενδυναμώνω, αναζωογονώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρώννυμι «τονώνω, δυναμώνω». ΠΑΡ. ανάρρωση ( ις), νεοελλ. αναρρωτήριο, αναρρωτικός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»